- κνισολοιχός
- κνισολοιχός, όν (Α)ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνισολοιχός — licker of fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισολοιχοῦ — κνισολοιχός licker of fat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισολοιχέ — κνισολοιχός licker of fat masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
κνισολοιχία — κνισολοιχία, ἡ (Α) [κνισολοιχός] το να επιθυμεί κάποιος με λαιμαργία το λίπος ψητού κρέατος … Dictionary of Greek